- ερασιπλοκαμος
- ἐρασιπλόκαμοςἐρᾰσι-πλόκᾰμος2прелестнокудрый
(Τυρώ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Τυρώ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερασιπλόκαμος — ἐρασιπλόκαμος, ον (Α) αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐρασιπλόκαμον — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem acc sg ἐρασιπλόκαμος decked with love locks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμου — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμων — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)